ηλιοσκοπία

ηλιοσκοπία
η астр. гелиоскопия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηλιοσκοπία" в других словарях:

  • ηλιοσκοπία — η [ηλιοσκόπος] η επιστημονική παρατήρηση τού ήλιου …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοσκοπικός — ή, ό [ηλιοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • ηλιοσκόπηση — η η ηλιοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιοσκοπώ. Η λ. στον πληθ. ηλιοσκοπήσεις μαρτυρείται από το 1880 στον Ι. Φ. Σμιτ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»